надъмениѥ — НАДЪМЕНИ|Ѥ (9), ˫А с. Высокомерие, кичливость: Се надъмении [в др. сп. надмение] адамова высокомысль˫а. ˫ако всѣми облада˫а земныими животъными. СбЧуд XIV, 290б; сею высостью и надъменьемь бѣсовьскымь ѹловленъ (τύφου) ПНЧ XIV, 123б; мл҃тву же и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Βιντάλ, Ζορζ Φερντινάν Ισιντόρ — (George Ferdinard Isidore Widal, 1862 – 1929).Γάλλος γιατρός και καθηγητής της εσωτερικήςπαθολογίας, μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Ιατρικής (1908) και της Ακαδημίας Επιστημών (1913). Το 1896 επινόησε τη φερώνυμη αντίδραση για τη διάγνωση του… … Dictionary of Greek
гърдость — ГЪРДОСТ|Ь (130), И с. 1. Непокорность, дерзость: си же сѹть дѣла сотонина… прелюбодѣ˫ани˫а. гърдость лъжа. СбТр ХII/ХІІІ, 25 об.; Праведно ѹбо… послѹшати намъ паче б҃а. а не иже в гордости и нестроѥнии. неч(с)тыхъ ревнивыхъ началъ послѣдовати.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιμοκαλλιέργεια — Μέθοδος άμεσης αναζήτησης μικροβίων του αίματος με τεχνητό πολλαπλασιασμό τους έξω από τον οργανισμό. Για τον σκοπό αυτό αναμειγνύουν το αίμα που πρόκειται να διερευνηθεί με κατάλληλο θρεπτικό υλικό και επιδιώκουν να γίνει επώαση σε συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
αντιτυφικός — ή, ό ο κατάλληλος για πρόληψη ή για θεραπεία του τύφου … Dictionary of Greek
δαψίλεια — η (AM δαψίλεια) [δαψιλής] αφθονία, πλούτος αρχ. 1. γενναιοδωρία 2. φρ. «δαψίλεια τύφου» υπερβολική αλαζονεία … Dictionary of Greek
δοθιηνεντερία — η παλαιά ονομασία τού κοιλιακού τύφου … Dictionary of Greek
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek
κολότυφος — ο παλαιότερη ονομασία μορφής τού κοιλιακού τύφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλον + τύφος] … Dictionary of Greek
κτενοκέφαλος — ο ζωολ. ψείρα τού σκύλου και τής γάτας, γένος σιφωνάπτερων εντόμων τής οικογένειας pulicidae, που είναι φορέας τού εξανθηματικού τύφου, μπορεί να μεταδώσει την πανώλη και χρησιμεύει ως ξενιστής τής ταινίας τού σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek